λαξευτήριον
From LSJ
Full diacritics: λαξευτήριον | Medium diacritics: λαξευτήριον | Low diacritics: λαξευτήριον | Capitals: ΛΑΞΕΥΤΗΡΙΟΝ |
Transliteration A: laxeutḗrion | Transliteration B: laxeutērion | Transliteration C: laxeftirion | Beta Code: laceuth/rion |
τό,
A stone-cutter's tool, LXX Ps.73(74).7.
λαξευτήριον: τό, ἐργαλεῖον λαξευτικόν, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΓ΄, 7)· διά τινων λαξευτηρίων ὀργάνων Ἄννα Κομν. σ. 111C.