βρυχητικός
From LSJ
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
English (LSJ)
ή, όν,
A roaring, bellowing, Tz.ad Lyc.739.
German (Pape)
[Seite 466] brüllend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρῡχητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα τοῦ βρυχάσθαι, Γρηγ. Νύσσ. 1. 145.