καταγωγεῖον
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
German (Pape)
[Seite 1344] s. καταγώγιον.
Greek Monolingual
καταγωγεῑον, τὸ (Α)
το καταγώγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσ-αγωγείον, υδρ-αγωγείον].