ἀστραῖος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, (ἄστρον)
A starry, Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE3.14, Nonn.D.1.191,al.
German (Pape)
[Seite 377] gestirnt, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστραῖος: α, ον (ἄστρον) ἀστερόεις, ἀστερωπός, ἀστεροειδής, ἀστρώδης, Ἑρμείας προβέβηκα λιπὼν ἀστραῖον ἄνακτα Χρησ. παρὰ Πορφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Π. 124Α.