συγκαταπολεμέω
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
join in subduing, τοὺς Ἀθηναίους D.S.16.22; Ἀλεξάνδρῳ τὴν Ἀσίαν Id.19.15, cf. Str.13.4.2, J.AJ13.5.11.
German (Pape)
[Seite 965] mit oder zugleich bekriegen, überwinden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταπολεμέω: καταπολεμῶ ὁμοῦ, τοὺς Ἀθηναίους Διόδ. 16. 22· τινὶ τὴν Ἀσίαν ὁ αὐτ. 19. 15, πρβλ. Στράβ. 624.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταπολεμέω:
1 совместно побеждать (τοὺς Ἀθηναίους Diod.);
2 помогать завоевать (Ἀλεξάνδρῳ τὴν Ἀσίαν Diod.).