ἀνεπιχείρητος

Revision as of 19:04, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

English (LSJ)

ον, A unassailable, Plu.Caes.25; = ἀνεπιβούλευτος, Hsch. 2 unattempted, Plu.2.1075d.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido intentado τῶν ἀτοπωτάτων οὐδέν ninguna de las cosas más insólitas Plu.2.1075d
inalterado, intacto φυλαχθῆναι τὰ ἐψηφισμένα ... ἀνεπιχείρητα IGR 4.661.17 (Acmonia I d.C.)
no expuesto a ataques Hsch.
2 imposible ἐδόκουν ἀνεπιχείρητα Καίσαρι τὰ τῶν ἀφισταμένων ποιεῖν (estas cosas) parecían hacer imposible a César oponerse a los planes de los rebeldes Plu.Caes.25.

German (Pape)

[Seite 225] nicht anzugreifen, nicht zu überwältigen, Plut. Cleom. 3; adv. Stoic. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non entrepris;
2 inattaquable.
Étymologie: , ἐπιχειρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιχείρητος:
1 неприступный, неодолимый (τινι Plut.);
2 не предпринятый, не начатый (ἄρρητος καὶ ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιχείρητος: -ον, ἀπρόσβλητος, ἀπροσμάχητος, Πλουτ. Κλεομ. 3. 2) ὁ μὴ ἐπιχειρηθείς, ὁ αὐτ. 2. 1075Δ. - «ἀνεπιχείρητοι, ἀνεπιβούλευτοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀνεπιχείρητος, -ον (AM)
μσν.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει κάποιος, ακατόρθωτος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει επιχειρηθεί
2. απρόσβλητος, ακαταμάχητος.