κιστοειδής
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
ές,
A shaped like a chest, Hsch.s.v. ὀγκίον.
German (Pape)
[Seite 1443] ές, kistenförmig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κιστοειδής: -ές, (κίστη) ἔχων τὸ σχῆμα κιβωτίου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὀγκίον.