ἁλωεύς
From LSJ
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 qui travaille en grange;
2 cultivateur en gén.
Étymologie: ἅλως.
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
έως (ὁ) :
1 qui travaille en grange;
2 cultivateur en gén.
Étymologie: ἅλως.