πολεμόκλονος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A raising the din of war, ἔργον Ἄρηος Batr.4; Παλλάς ib.275, Orph.H.32.2.
German (Pape)
[Seite 654] sich kriegerisch tummelnd, Batr. 4. 267.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμόκλονος: -ον, ὁ ἐγείρων τὸν θόρυβον τοῦ πολέμου, Βατραχομυομ. 4, 276, Ὀρφ. Ὕμν. 32. 2.