κνίδωσις
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
[ῑ], εως, ἡ, itching, such as is caused by a nettle, Hp. Prorrh.2.30 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1461] ἡ, das Jucken, Brennen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κνίδωσις: -εως, ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κνιδόω) κνησμός, οἷος ὁ προξενούμενος ἐκ κνίδης, Ἱππ. Προρρ. 109, κτλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνίδωσις -εως, ἡ [κνίζω] jeuk.