περικάθαρσις
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
-εως, ἡ, clearing round, τῶν ῥιζῶν Thphr. CP 5.9.11 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
περικάθαρσις: ἡ, τὸ καθαίρειν κύκλῳ, περικαθάρισμα, τῶν ῥιζῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9. 11.
Greek Monolingual
ἡ, -άρσεως, Α περικαθαίρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαθαίρω, πλήρης κάθαρση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικάθαρσις -εως, ἡ [περικαθαίρω] reiniging.