Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
διακάθαρσις, διάνιψις, κάθαρμα, καθαρμός, κάθαρσις, περικάθαρσις