σίμωμα

Revision as of 14:47, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό, anything turned up: the upturned bow of a ship, Plu.Per.26, cf. Sch.Pi.O.7.35.

German (Pape)

[Seite 882] τό, das Aufwärtsgebogene, Aufgestülpte; νεὼς σίμωμα, das aufwärtsgebogene Vordertheil des Schiffes, Plut. Pericl. 26; nach Schol. Pind. Ol. 8, 33 = ἔμβολον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
forme d'un objet qui se recourbe en se retroussant.
Étymologie: σιμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίμωμα -ατος, τό [σιμόω] omhoog gebogen boeg.

Russian (Dvoretsky)

σίμωμα: ατος (ῑ) τό загнутость: νεὼς σ. Plut. загнутая вверх часть корабля.

Greek Monolingual

το, ΝΑ [[σιμῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
το πλησίασμα, η προσέγγιση
αρχ.
το να είναι κάτι σιμό, καμπύλο.

Greek Monotonic

σίμωμα: [ῑ], -ατος, τό, η προς τα πάνω κυρτή πλώρη του πλοίου, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σίμωμα: [ῑ], τό, πᾶν πρᾶγμα κεκυρτωμένον ἢ ἀνεστραμμένον, σ. νηός, ἡ κεκυρτωμένη πρῷρα τοῦ πλοίου, Πλουτ. Περικλ. 26· πρβλ. σάμαινα.

Middle Liddell

σῑ́μωμα, ατος, τό,
the upturned bow of a ship, Plut.