σίμωμα
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
[ῑ], ατος, τό, anything turned up: the upturned bow of a ship, Plu.Per.26, cf. Sch.Pi.O.7.35.
German (Pape)
[Seite 882] τό, das Aufwärtsgebogene, Aufgestülpte; νεὼς σίμωμα, das aufwärtsgebogene Vordertheil des Schiffes, Plut. Pericl. 26; nach Schol. Pind. Ol. 8, 33 = ἔμβολον.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
forme d'un objet qui se recourbe en se retroussant.
Étymologie: σιμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίμωμα -ατος, τό [σιμόω] omhoog gebogen boeg.
Russian (Dvoretsky)
σίμωμα: ατος (ῑ) τό загнутость: νεὼς σ. Plut. загнутая вверх часть корабля.
Greek Monolingual
το, ΝΑ [[σιμῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
το πλησίασμα, η προσέγγιση
αρχ.
το να είναι κάτι σιμό, καμπύλο.
Greek Monotonic
σίμωμα: [ῑ], -ατος, τό, η προς τα πάνω κυρτή πλώρη του πλοίου, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σίμωμα: [ῑ], τό, πᾶν πρᾶγμα κεκυρτωμένον ἢ ἀνεστραμμένον, σ. νηός, ἡ κεκυρτωμένη πρῷρα τοῦ πλοίου, Πλουτ. Περικλ. 26· πρβλ. σάμαινα.
Middle Liddell
σῑ́μωμα, ατος, τό,
the upturned bow of a ship, Plut.