συνώμοτον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
alliance jurée, confédération, ligue.
Étymologie: συνόμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
συνώμοτον: τό союз, заговор Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνώμοτον -ου, τό, Att. ook ξυνώμοτον [συνόμνυμι] eedverbond.