χειρόμυλος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, Handmühle, Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και χερόμυλος Ν
χειροκίνητος μύλος για την άλεση σιτηρών και οσπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του χειρομύλη κατά τα αρσ.].