ἑξᾶς
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ, a coin, Lat.
A sextans, as adopted by the Sicil. Greeks, Arist.Fr.510, cf. Hsch.; cf. ἑξάντιον.
German (Pape)
[Seite 873] ᾶντος, ὁ, der röm. sextans, Poll. 4, 174.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξᾶς: ᾶντος, ὁ, νόμισμά τι, τὸ Λατ. sextans, δεκτὸν γενόμενον παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἐπιχαρμ. 6 Ahr. - «ἐν δὲ Ἱμεραίων πολιτείᾳ φησὶν (ὁ Ἀριστοτέλης) ὡς οἱ Σικελιῶται τοὺς μὲν δύο χαλκοῦς ἑξᾶντα καλοῦσι, τὸν δὲ ἕνα οὐγκίαν» Πολυδ. Δ΄, 174 (Ἀριστ. Ἀποσπ. 467), ἴδε τὴν λέξιν λίτρα. Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 46.