ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
[Seite 19] nicht zusammengenagelt, Sp.
ἀγόμφωτος: -ον, ὁ μὴ καθηλωμένος (καρφωμένος) διὰ γομφῶν, μὴ δεδεμὲνος, Ἰω. Χρυς. 1. 7, σ. 325