σιδηροδέσμιος
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
German (Pape)
[Seite 879] = Folgdm, Suid. v. Νέρων.
Greek Monolingual
-α, -ο / σιδηροδέσμιος, -ον, ΝΜ
(για πρόσ. και ζώα) δεμένος με σιδερένιες αλυσίδες, αλυσόδετος
νεοελλ.
δεμένος με χειροπέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + δέσμιος (< δεσμός), πρβλ. αλυσο-δέσμιος.