μολυβδωτός

From LSJ
Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

German (Pape)

[Seite 200] verblei't, mit Blei gelöthet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδωτός: -ή, -όν, κεκαλυμμένος ἢ κεκολλημένος διὰ μολύβδου, περιδεδεμένος διὰ μολύβδου, Γλωσσ.