θυΐτης
From LSJ
ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful
English (LSJ)
[ῑ] (sc. λίθος), ου, ὁ,
A an Ethiopian stone, Dsc.5.136, Gal. 12.198.
German (Pape)
[Seite 1222] λίθος, ein jaspisähnlicher Stein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θυΐτης: ῑ (ἐξυπ. λίθος), ὁ, Αἰθιοπικός τις λίθος, Διοσκ. 5. 154, ἴδε Sprengel.