δυναμωτικός

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνᾰμωτικός Medium diacritics: δυναμωτικός Low diacritics: δυναμωτικός Capitals: ΔΥΝΑΜΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dynamōtikós Transliteration B: dynamōtikos Transliteration C: dynamotikos Beta Code: dunamwtiko/s

English (LSJ)

δυναμωτική, δυναμωτικόν, strengthening, ἡ δύναμις τῶν πάντων δυναμωτικώτατον (sc. αἴτιον) Dam.Pr.61.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que dota de poderδύναμις τὸ πάντων δυναμωτικόν (αἴτιον) la potencia es la causa que dota de poder a todo Dam.Pr.61.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναμωτικός, -ή, -όν)
αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός («δυναμωτική τροφή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δυναμωτικό
τονωτικό φάρμακο.