ή, όν,
A arbitrary, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1298a32; oligarchical, αἵρεσις ib. 1306a18; ἰατρεία (opp. πολιτική) ib.1272b3; πόλεις καὶ χῶραι Phld.Rh.2.145 S.; λόγος Plu.2.818a; tyrannical, δούλωσις Porph.Abst.1.8.
[Seite 673] den δυνάστης betreffend, Arist, pol. 2, 10 u. Sp.