κλωστής
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
οῦ, Dor. κλωσ-τάς, ὁ,
A spinner, IG 5(1).209.22 (Sparta), EM495.27. II web, κλωστοῦ . . λίνοισι dub.l. in E.Tr.537 (lyr., leg. κλωστοῦ λίνοιο).
German (Pape)
[Seite 1459] ὁ, der Spinner, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
κλωστής: -οῦ, ὁ, ὁ κλώθων, κλώστης, Ἐτυμολ. Μέγ. 495. 27. ΙΙ. ὕφασμα, κλωστοῦ... λίνοισι Εὐρ. Τρῳ. 537 (ἐκτὸς ἂν δεχθῶμεν τὴν διόρθωσιν, κλωστοῦ λίνοιο, καθὼς ὁ Σχολ. φαίνεται ἀναγνούς).