λιτροσκόπος

From LSJ
Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτροσκόπος Medium diacritics: λιτροσκόπος Low diacritics: λιτροσκόπος Capitals: ΛΙΤΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: litroskópos Transliteration B: litroskopos Transliteration C: litroskopos Beta Code: litrosko/pos

English (LSJ)

ὁ, (λίτρα I) one who examines money, money-changer, S.Fr.1065.

German (Pape)

ὁ, der Münzenbeschauer, von λίτρα, so sagt Soph. frg. 907 nach Phot. für ἀργυραμοιβός, Geldwechsler.

Russian (Dvoretsky)

λιτροσκόπος:проверяющий качество монеты Soph.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτροσκόπος: ὁ, (λίτρα) ὁ ἐξετάζων τὰ νομίσματα, ἀργυραμοιβός, Σοφ. Ἀποσπ. 907.

Greek Monolingual

λιτροσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που εξετάζει τις λίτρες, τα νομίσματα, ο αργυραμοιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι)].