ὀρωρέχαται
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
ὀρωρέχατο, v. ὀρέγω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de ὀρέγω.
German (Pape)
s. ὀρέγω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρωρέχαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к ὀρέγω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρωρέχαται: ὀρωρέχατο, ἴδε ἐν λ. ὀρέγω.
English (Autenrieth)
see ὀρέγνυμι.
Greek Monotonic
ὀρωρέχαται: -ᾰτο, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ὀρέγω.