μονόχαλος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ον, Doric for μονόχηλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le sabot est un, qui n'a pas le pied fourchu.
Étymologie: μόνος, χηλή.
Russian (Dvoretsky)
μονόχᾱλος: дор. = *μονόχηλος.