κάλλιππος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Pferden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιππος: -ον, ἔχων ὡραίους ἵππους, Νικηφ. Βλεμμ. Γεωγρ. Πονημάτ. σ. 4· - καλὸς ἱππεύς, Ἐκκλ.