ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
[Seite 1362] ὁ, der Auflöser, Zerstörer, Sp.
ο θηλ. καταλύτρα (Μ καταλυτής) καταλύωαυτός που καταλύει, που καταστρέφεινεοελλ.καταλύτης.