τετράστομος
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
ον,
A four-edged, πέλεκυς Gal.2.643.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Mündungen, Tzetz.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερα στόματα
2. αυτός που έχει τέσσερεις αιχμές, τέσσερεις κόψεις («τετράστομος πέλεκυς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. πεντά-στομος].