ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
[Seite 1027] ές, sehr glänzend, Orph. frg. 7, 11.
ἐριαυγής: -ές, λίαν φωτεινός, λαμπρός, Ὀρφ. Ἀποσπ. 7. 11.