καινοπραγία
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ,
A innovation, f. l. for κοινοπραγία in D.S.15.8.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, = καινοποιΐα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπρᾱγία: ἡ, νεωτερισμός, ἔφεσις πρὸς νεωτερισμόν, Διόδ. 15. 8.