προηγήτειρα
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ἡ, fem. of sq., A.R.3.1182, Nonn.D.35.304.
German (Pape)
[Seite 723] ἡ, fem. zum Folgdn, Ap. Rh.
Greek (Liddell-Scott)
προηγήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἐπομέν., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1182, Νόνν. Δ. 35. 304.