ἐννεασύλλαβος
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
ον,
A nine-syllabled, Steph.in Rh.321.16, AP13.19 tit.: -σύλλαβον (sc. μέτρον), τό, Σαπφικόν Heph.10.2.
German (Pape)
[Seite 847] neunsylbig, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεασύλλαβος: ἔχων ἐννέα συλλαβάς, δίμετρον δὲ ὑπερκατάληκτον, τὸ καλούμενον Σαπφικὸν ἐννεασύλλαβον Ἡφαιστ. 10, 5.