ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
[Seite 544] lockend, verführerisch, Clem. Al.
δελεαστικός: -ή, -όν, θελκτικός, μαγευτικός, ἀπατηλός, Κλήμ. Ἀλ. 487.- Ἐπίρρ. –κῶς, αὐτ.