διαπλαστικός
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ή, όν,
A formative, δύναμις Alex.Aphr.Pr.1.47, Gal.Nat.Fac.1.6.
German (Pape)
[Seite 595] ausbildend, gestaltend.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλαστικός: -ή, -όν, ἡ διαπλαστικὴ τοῦ θεοῦ δημιουργία Θεόφιλ. Πρωτοσπ. (Greenhill. σ. 205. 7).