Τυρρηνικός
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
Τυρρηνική, Τυρρηνικόν, Tyrrhenian, Etruscan, σανδάλια T. Cratin.131; κρατῆρες IG22.1648.36, 11(2).161B122,219B69 (Delos, iii B. C.): Τ. λόγος, a speech by Dinarchus: cf. Τυρσηνικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Tyrrhénie, tyrrhénien ; Τυρρηνικὸν πέλαγος PLUT la mer Tyrrhénienne, partie de la Méditerranée qui baigne la côte O de l'Italie jusqu'à la Sicile.
Étymologie: Τυρρηνός.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
Τυρρηνικός: ион. и староатт. Τυρσηνικός 3 тирренский (κώδων Soph.; πέλαγος Plut.).
Léxico de magia
-όν tirrénico λαβὼν κηρὸν Τυρρηνικὸν πλάσον ἀνδριάντα ..., ἤτω δὲ τρικέφαλος toma cera tirrénica y modela una estatua que tenga tres cabezas P IV 3131