ἀποκροτέω
From LSJ
English (LSJ)
A snap the fingers, Str.14.5.9. II dash against the ground, χαμαί Babr.119.4.
German (Pape)
[Seite 309] ein Schnippchen schlagen, Strab. XIV p. 672.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκροτέω: ποιῶ κρότον διὰ τῶν δακτύλων (τοῦ μέσου καὶ τοῦ μεγάλου), ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν οἱ ὀρχούμενοι, Στράβ. 672.