ἀναγείρω
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
A reassemble, v.l. Q.S.2.577.
German (Pape)
[Seite 182] versammeln, Sp., wie Qu. Sm. 2, 577.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγείρω: ἐκ νέου συναθροίζω διάφ. γραφ. ἐν Κοΐντ. Σμ. 2. 577.