ἀγκιστρώδης
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ες,
A = ἀγκιστροειδής, Plb.34.3.5, D.S.5.34, Str.1.2.16.
German (Pape)
[Seite 15] = ἀγκιστροειδής, Diod. Sic. 5, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκιστρώδης: ες· ἴδε ἐν λ. ἀγκιστροειδής, Πολύβ. 34, 3, 5. Διόδ. 5, 34. Στράβ. 1, 2, 16.