θηλονή
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
v. θηλαμών (one who suckles, wet nurse).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
nourrice.
Étymologie: θηλή.
Russian (Dvoretsky)
θηλονή: ἡ кормилица Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θηλονή: ἴδε ἐν λ. θηλαμών.
Greek Monolingual
θηλονή, ἡ (Α)
η τροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. Μάλλον όμως πρόκειται για εσφ. τ.].