λημίον
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
τό, Dim. of λήμη, Hp.Coac.214, Epid.1.5.
German (Pape)
[Seite 39] τό, dim. zum Vorigen, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
grain de chassie.
Étymologie: λήμη.
Greek (Liddell-Scott)
λημίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λήμη, Ἱππ. 153Β.