ἰάτειρα
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
[ῑᾱ], Ion. ἰητ-, ἡ,
A healing, φύσις Marc.Sid.1.
German (Pape)
[Seite 1234] ἡ, fem. zum Folgdn, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάτειρα: Ἰων. ἰήτ-, ἡ, ἡ θεραπεύουσα, θεραπευτική, φύσις Μάρκ. Σιδ. 1· πόα Θεόδ. Πρόδρ. σ. 374.