Ἰσεῖον
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
τό, v. Ἰσιεῖον.
French (Bailly abrégé)
ou Ἴσειον, ου (τό) :
le sanctuaire d'Isis.
Étymologie: Ἶσις.
Russian (Dvoretsky)
Ἰσεῖον: и Ἴσειον (ῑσ) τό Исей(он), храм Исиды Plut.