Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ίδος (ἡ) :tache de rousseur sur la peau.Étymologie: ἐπί, ἥλιος.
ἐφηλίς: ίδος или ἔφηλις, ιδος ἡ веснушка Plut.