αἰχμαλωτικός

From LSJ
Revision as of 11:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωτικός Medium diacritics: αἰχμαλωτικός Low diacritics: αιχμαλωτικός Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aichmalōtikós Transliteration B: aichmalōtikos Transliteration C: aichmalotikos Beta Code: ai)xmalwtiko/s

English (LSJ)

αἰχμαλωτική, αἰχμαλωτικόν, of or for a prisoner, E.Tr. 871.

Spanish (DGE)

(αἰχμᾰλωτικός) -ή, -όν
de prisioneros, de cautivos δόμοι E.Tr.871.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de prisonnier de guerre, de captif.
Étymologie: αἰχμάλωτος.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμᾰλωτικός: предназначенный для пленнных (δόμοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμᾱλωτικός: ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871.

Greek Monolingual

αἰχμαλωτικός, -ή, -όν (Α) αἰχμάλωτος
αυτός
που ανήκει ή αρμόζει σε αιχμάλωτο.

Greek Monotonic

αἰχμᾰλωτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για έναν αιχμάλωτο, σε Ευρ.

Middle Liddell

[from αἰχμάλωτος
of or for a prisoner, Eur.

English (Woodhouse)

of captives, of prisoners

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)