διέκδυσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, means of escape, δ. μυῶν mouse-holes, Ath.3.98d, cf. Plu.Sert. 13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 evasión, huida Plu.Sert.13, Hsch., Eust.853.15.
2 medio de evasión, refugio μυῶν διεκδύσεις ratoneras Ath.98d.
3 capacidad de atravesar διὰ παντὸς πόρου τοῖς εἰδώλοις διέκδυσιν οὐκ ἀλόγως ἐπινοοῦμεν Epicur.Fr.[24.46] 15.
German (Pape)
[Seite 618] ἡ, Ausweg, Ausflucht, Plut. Sertor. 13; μυῶν, Schlupfwinkel, Ath. III, 98 d.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
διέκδῠσις: εως ἡ ускользание: πάσης διεκδύσεως χρῆσθαι Plut. быть неуловимым (для врага).
Greek (Liddell-Scott)
διέκδῠσις: -εως, ἡ, μέσον ἐκφυγῆς, δ. μυῶν, «ποντικότρυπα», «ποντικοφωλεά», Ἀθήν. 98D. 2) ὑπεκφυγή, τέχνασμα, Πλούτ. Σερτωρ. 13.
Greek Monolingual
διέκδυσις, η (AM) διεκδύω
1. μέσο διαφυγής
2. τέχνασμα, υπεκφυγή
3. φρ. «διέκδυσις μυών» — ποντικότρυπα.
Greek Monotonic
διέκδῠσις: -εως, ἡ, αποφυγή, διαφυγή, κρυψώνας, παράκαμψη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
διέκδῠσις, εως n [from διεκδύομαι
an evasion, Plut.