ἀντιβόλησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ἀντιβολία (entreaty, prayer), Pl. Ap. 37a, Smp. 183a.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
ruego, súplica ἱκετείας τε καὶ ἀντιβολήσεις ... ποιούμενοι Pl.Smp.183a, cf. Ap.37a.
German (Pape)
[Seite 250] ἡ, das Anflehen, Plat. Apol. 37 a; ἀντιβολήσεις ποιούμενοι ἐν ταῖς δεήσεσι Conv. 183 a.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prière, supplication.
Étymologie: ἀντιβολέω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβόλησις: -εως, ἡ, = ἀντιβολία, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, Συμπ. 183Α.
Greek Monolingual
ἀντιβόλησις, η (Α)
η αντιβολία.
Greek Monotonic
ἀντιβόλησις: -εως, ἡ = ἀντιβολία, σε Πλάτ.