Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501Russian > Greek
ἱκετηρία, ἀρά, ἀρή, ἄντη, εὐχωλή, εὐχή, κατευχή, κάτευγμα, προστροπή, ἀντιβόλησις, ἱκέτευμα, λιτή, παραίτησις