πλαγιοχαίτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with hair across, Hsch. s.v. δοχμόκορσοι.
German (Pape)
[Seite 623] ὁ, mit schiefem Haare, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγιοχαίτης: -ου, ὁ, ὁ πλαγίαν ἔχων τὴν χαίτην, Ἡσύχ. ἐν λ. δοχμόκορσοι.
Full diacritics: πλᾰγιοχαίτης | Medium diacritics: πλαγιοχαίτης | Low diacritics: πλαγιοχαίτης | Capitals: ΠΛΑΓΙΟΧΑΙΤΗΣ |
Transliteration A: plagiochaítēs | Transliteration B: plagiochaitēs | Transliteration C: plagiochaitis | Beta Code: plagioxai/ths |
ου, ὁ,
A with hair across, Hsch. s.v. δοχμόκορσοι.
[Seite 623] ὁ, mit schiefem Haare, Hesych.
πλᾰγιοχαίτης: -ου, ὁ, ὁ πλαγίαν ἔχων τὴν χαίτην, Ἡσύχ. ἐν λ. δοχμόκορσοι.